- σκοτωμός
- ο, Ν [σκοτώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.)2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού δημοσιογράφου είναι σκοτωμός»)β) μεγάλος συνωστισμός και διαγκωνισμός για την απόκτηση προτεραιότητας («γινόταν σκοτωμός στα ταμεία για τα εισιτήρια τού αυριανού ποδοσφαιρικού αγώνα»)3. φρ. «ο σκοτωμός τού Κρητικού» — λέγεται σε περίπτωση έντονης και πολυθόρυβης φιλονικίας με ιλαροτραγικά επεισόδια μεταξύ τών φιλονικούντων.
Dictionary of Greek. 2013.